τσαπρουνιά

τσαπρουνιά
η, Ν
βλ. τσαπουρνιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σποδιάς — άδος, ἡ, Α δέντρο γνωστό με τη λόγια ονομασία προύμνη η ακανθώδης, κν. σήμερα τσαπουρνιά, τσαπρουνιά ή αγριοκορομηλιά, το αγριοκοκκύμηλον τού Διοσκορίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδιά + επίθημα άς, άδος (πρβλ. στολ άς)] …   Dictionary of Greek

  • τσαπουρνιά — Όνομα 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνας του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βασιλικών. * * * και τσαπρουνιά, η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού αγκαθωτού φυτού Prunus spinosa, τού γένους προύνος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”